χωσιά

χωσιά
η / χωσία, ΝΜ
ενέδρα, καρτέρι
μσν.
συνεκδ. αυτοί που στήνουν καρτέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χῶσις κατά τα θηλ. σε -ιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χωσία — χωσία, η και χωσιά, η ενέδρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωσάριοι — οι, ΝΜ (στο Βυζ.) τμήμα ελαφρού ιππικού τού βυζαντινού στρατού, που εισχωρούσε κρυφά στην εχθρική περιοχή προκειμένου να συγκεντρώσει διάφορες πληροφορίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωσία + κατάλ. άριος (πρβλ. λεγεων άριοι)] …   Dictionary of Greek

  • χωσαίνουμαι — Ν [χωσιά] (διαλ. τ.) στήνω ενέδρα …   Dictionary of Greek

  • χωσιάζω — Μ [χωσιά] (κυρίως η μτχ. παθ. παρακμ.) χωσιασμένος, η, ο αυτός που στήνει καρτέρι, που ενεδρεύει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”